αποτελματώνω

αποτελματώνω
κ. -τελματώ
1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω
2. (-ώνομαι)
πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποτελματώνω — αποτελματώνω, αποτελμάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτελματώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αφήνω κάτι να λιμνάσει, διαιωνίζω ένα ζήτημα με το να αναβάλλω διαρκώς τη λύση του: Η υπόθεση αποτελματώθηκε από την αδιαφορία τη δική σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτελμάτωση — η 1. στασιμότητα, έλλειψη εξέλιξης 2. πνευματική αδράνεια, απονάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτελματώνω, τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις ως απόδοση του γαλλ. stagnation] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”